- περασιά
- ητο μέρος απ' όπου μπορεί να περάσει κανείς, πέρασμα, διάβαση, δίοδος, πέραμα: Για να κυνηγήσεις λαγό, πρέπει να ξέρεις την περασιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.