περασιά

περασιά
η
το μέρος απ' όπου μπορεί να περάσει κανείς, πέρασμα, διάβαση, δίοδος, πέραμα: Για να κυνηγήσεις λαγό, πρέπει να ξέρεις την περασιά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περασιά — η 1. ο τόπος από όπου μπορεί κανείς να περάσει προκειμένου να πάει από έναν χώρο σε έναν άλλο, διάβαση 2. (τυπογρ.) κάθετη ή οριζόντια νοητή ευθυγράμμιση διαφορετικών κειμένων ή εικόνων που τοποθετούνται σε απόσταση μεταξύ τους στο μοντάζ 3. ναυτ …   Dictionary of Greek

  • πέρασμα — το βλ. πέραμα και περασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”